Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λόγχισμα — το [λογχίζω] λογχισμός … Dictionary of Greek
λόγχισμα — το, ατος και λογχισμός, ο το χτύπημα με τη λόγχη, ο λογχισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)